- ἐνεφύσησε
- ἐνεφύ̱σησε , ἐμφυσάωblow inaor ind act 3rd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въдъхноути — ВЪДЪХН|ОУТИ (28), ОУ, ЕТЬ гл. Вдунуть, вдохнуть: много же именита д҃ша. гл҃ть сѩ дыха(н)е. водъхну бо в лице его д҃хъ животе(н). ГБ XIV, 56в; сараѳфiискы вдовица с҃ну жи(т)е водъхнувъ. Там же, 85б; кто созда тѣло кто водхну д҃шю. Там же, 101г;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εμφυσώ — ( άω) (AM ἐμφυσῶ) 1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῡτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.) 2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες αρχ. 1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.) 2. φουσκώνω, διογκώνω… … Dictionary of Greek